- μανικώνω
- μετ.1) пришивать рукав; 2) приделывать ручку, рукоятку; насаживать на рукоятку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανικώνω — [μανίκι] 1. ράβω μανίκια σε ένδυμα 2. προσθέτω λαβή σε όργανο ή σε σκεύος, εφαρμόζω λαβή … Dictionary of Greek
ξεμανικώνω — ξηλώνω ή σηκώνω τα μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανικώνω «ράβω μανίκια σε ένδυμα»] … Dictionary of Greek